ἀλλοτριοεπίσκοπος

ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
busybody in other men's matters
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλλοτριοεπίσκοποι — ἀλλοτριοεπίσκοπος busybody in other men s matters masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • чуждопосетитель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἀλλοτριοεπίσκοπος) творящий смуту, сплетник.… …   Словарь церковнославянского языка

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • ՕՏԱՐԱՏԵՍՈՒՉ — ( ) NBH 2 1030 Chronological Sequence: Early classical, 12c, 13c ա. ἁλλοτριοεπίσκοπος alienarum rerum inspector. որ եւ ՕՏԱՐԱԴԷՏ. Դիտօղ եւ տեսօղ զօտարին իրս՝ աւելորդ հետաքրքրութեամբ, կամ աշարձակութեամբ, կամ յաչաղանօք. *Իբրեւ զչարագործ, կամ իբրեւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”